πληροφοριοδότης

πληροφοριοδότης
ο , πληροφοριοδότηςρια и πληροφοριοδότηςις (-ιδος) η
1) информатор; 2) тайный агент полиции; осведомитель, -ница; 3) доносчи|к, -ца, шпик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πληροφοριοδότης" в других словарях:

  • πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδότης — ο 1. αυτός που δίνει πληροφορίες. 2. πράκτορας μυστικής υπηρεσίας: Η αστυνομία έχει πολλούς πληροφοριοδότες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγέλλω — (Α ἀγγέλλω) φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ αρχ. 1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον 2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης 3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα είδηση, αγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • διάγγελος — ο (AM διάγγελος) 1. ο διαγγελέας 2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius) νεοελλ. 1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος τής Αυστριακής Μοναρχίας 2. διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα …   Dictionary of Greek

  • μανδάτωρ — μανδάτωρ, ωρος, ὁ (Μ) 1. τίτλος υπαλλήλου τής βυζαντινής Αυλής με καθήκοντα αγγελιαφόρου 2. αυτός που μεταφέρει πληροφορίες ή διαταγές 3. πληροφοριοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mandator] …   Dictionary of Greek

  • μηνύτωρ — και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ) αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης νεοελλ. φρ. «μηνύτορας RNΑ» βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τωρ… …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδοτώ — Ν [πληροφοριοδότης] παρέχω πληροφορίες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»